- ξυνείς
- συνίημιbringaor part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέσο — και μέσον, το (ΑM μέσον, Μ και μέσο και μεσόν, Α επικ. και ποιητ. τ. μέσσον) 1. κεντρικό σημείο ανάμεσα σε πολλά άτομα ή πράγματα, ο χώρος ανάμεσά τους, το κέντρο («το μέσο τής πλατείας») 2. το μεταξύ δύο ή περισσότερων τοπικών ορίων σημείο το… … Dictionary of Greek
ξανάβω — και ξανάφτω ξάναψα, ξαναμμένος 1. μτβ., ανάβω. 2. για τραύματα, πληγές, ερεθίζω, φλογίζω: Ο δρόμος τη λαβωματιά μου ξάναψε λιγάκι. 3. αμτβ., ερεθίζομαι, φλογίζομαι: Μην ξύνεις την πληγή σου, γιατί ξανάφτει. 4. μτφ., ξεσηκώνω, ξεσηκώνομαι, εξάπτω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπύριασμα — το το να βγάζει κάποιος ή να έχει σπυριά: Δε θ αποφύγεις το σπύριασμα έτσι που ξύνεις συνεχώς το πρόσωπό σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)